- βολίδας
- βολίςmissilefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek
ALEAE lusus — cum ludo calculorum male a nonnullis confunditur, putantibus πεςςοὺς seu πεττοὺς Graecorum, Latinorum calculos esse. Calculorum enim lusus, idem cum Latruncuorum, apud Graecos Latinosque solis calculis peragebatur, nullis tesseris: quare Aleam… … Hofmann J. Lexicon universale
BOLI — Graece Βόλοι, non tantum tesserarum iactus, sed et ipsae tesserae Graecis dictae sunt. Eustathius, Κύβαι μὲν γὰρ οἱ καταρπιτό μενοι ἑξμ´πλδροι Βόλοι καὶ ὁιανεὶ κατακ υβιςτῶντες εν τῷ Βάλλεςθαι: a iactando videl. vel iaciendo, quod Graecis Βάλλειν … Hofmann J. Lexicon universale
βυθομετρική βολίδα — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των θαλασσών. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού έγινε αναγκαίος από τις αρχές της ναυσιπλοΐας για να αποφεύγεται η προσάραξη των πλοίων. Επίσης, η χρήση της β.β. μας βοηθά να γνωρίσουμε τη… … Dictionary of Greek
Μαγγελάνος — Ονομασία διαστημικής βολίδας που εκτοξεύτηκε από τις ΗΠΑ για τη λεπτομερή χαρτογράφηση του πλανήτη Αφροδίτη. Ο Μ. εκτοξεύτηκε στις 4 Μαΐου 1989 … Dictionary of Greek